- βαθύκρημνος
- βᾰθῠ-κρημνος, ον,A with high cliffs,
ἅλς Pi.I.4(3).56
; β.ἀκταί deep and rugged banks, Id.N.9.40;Συήνη D.P.244
, cf. 618.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἅλς Pi.I.4(3).56
; β.ἀκταί deep and rugged banks, Id.N.9.40;Συήνη D.P.244
, cf. 618.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαθύκρημνος — βαθύκρημνος, ον (AM) με ψηλούς βράχους, απόκρημνος … Dictionary of Greek
βαθύκρημνον — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem acc sg βαθύκρημνος with high cliffs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκρήμνοιο — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκρήμνοισι — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκρήμνου — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκρήμνων — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύκρημνοι — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek